- πεμπάδαρχος
- πεμπάδαρχοςcommander of a body of fivemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεμπάδαρχος — ὁ, Α αυτός που διοικούσε μια πεμπάδα, δηλ. σώμα πέντε ανδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεμπάς, άδος «σώμα από πέντε στρατιώτες» + αρχος (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek
πεμπαδάρχους — πεμπάδαρχος commander of a body of five masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπαδάρχων — πεμπάδαρχος commander of a body of five masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπαδάρχῳ — πεμπάδαρχος commander of a body of five masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπάδαρχοι — πεμπάδαρχος commander of a body of five masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπάδαρχον — πεμπάδαρχος commander of a body of five masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπαδάρχης — ὁ, Α πεμπάδαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεμπάς, άδος «σώμα από πέντε στρατιώτες» + άρχης (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek